- τρελάδικο
- tımarhane
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρελάδικο — και παλ. τ. τρελλάδικο, το, Ν τρελοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. άδικο (πρβλ. σκυλ άδικο)] … Dictionary of Greek
τρελάδικο — το τρελοκομείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρελοκομείο — και παλ. τ. τρελλοκομείο, το, Ν 1. (παλαιότερα) ίδρυμα για την περίθαλψη τρελών, τρελάδικο 2. (για πρόσ.) α) τρελός β) ανόητος, απερίσκεπτος άνθρωπος 3. χώρος στον οποίο επικρατεί ακαταστασία και ασυνεννοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελός + κομείο (<… … Dictionary of Greek